- αλανιαρίζω
- [αλανιάρης]γυρίζω σαν αλάνι στους δρόμους, αλητεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλανιαρίζω — ισα, περιφέρομαι στους δρόμους σαν αλήτης: Εδώ και κάμποσο καιρό άρχισε να αλανιαρίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλανιάρης — α και –ισσα, ικο 1. ο άνθρωπος που περνά την ημέρα του στους δρόμους, αλάνης, αλήτης 2. ανάγωγος, ανήθικος, χυδαίος, μόρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάνι + παραγ. κατάλ. –ιάρης. ΠΑΡ. νεοελλ. αλανιαρίζω, αλανιάρικος] … Dictionary of Greek